ακαδημαϊκότητα

ακαδημαϊκότητα
η [ακαδημαϊκός]
1. η ιδιότητα τού ακαδημαϊκού, αυτού δηλ. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ακαδημία
2. ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας ενός έργου, ο ακαδημαϊσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. academisme < academique < λατ. λ. academicus < λατ. academia < ελλ. Ἀκαδήμεια, Ἀκαδημία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακαδημαϊκός — ή, ό (Α ἀκαδημαϊκός, ὸν και Ἀκαδημεικός, Ἀκαδημικός, Ἀκαδήμιος) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ακαδημία* φρ. «ακαδημαϊκή σύγκλητος», «ακαδ. αρχές» 2. ως ουσ. εταίρος, μέλος τής Ακαδημίας (λέγεται και αθάνατος) 3. αυτός που ανήκει ή …   Dictionary of Greek

  • Αντζιολέτι, Τζιοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Angioletti, 1896 – 1961). Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Υπήρξε συνδιευθυντής της Italia Letteraria (1928 34), διευθυντής της Fiera Letteraria (1946 48) και από το 1952 του περιοδικού L’ Approdo.Έγραψε πολλά έργα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”