- ακαδημαϊκότητα
- η [ακαδημαϊκός]1. η ιδιότητα τού ακαδημαϊκού, αυτού δηλ. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ακαδημία2. ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας ενός έργου, ο ακαδημαϊσμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. academisme < academique < λατ. λ. academicus < λατ. academia < ελλ. Ἀκαδήμεια, Ἀκαδημία].
Dictionary of Greek. 2013.